- χρησμωδικώς
- Μεπίρρ. βλ. χρησμῳδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρησμῳδικῶς — χρησμῳδικός oracular adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμωδικός — ή, όν, Α [χρησμῳδός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον χρησμωδό, μαντικός. επίρρ... χρησμῳδικῶς Μ με χρησμῳδικό τρόπο … Dictionary of Greek